Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

έχω υπό την

  • 1 υπό

    υπ;
    υφ' πρόθ. 1. με αϊτιατ. 1) (при обознач, места) под;

    υπό σκιάν — в тени;

    υπό την τράπεζαν — под столом;

    υπό στέγην — под крышей;

    υπό τον Ταυγετον — у подножия Тайгета;

    2) (при обознач, состояния, положения) под;

    υπό την ηγεσίαν ( — или την καθοδήγησιν) — под руководством;

    υπό τα όπλα — под ружьём;

    υπό τον ζυγόν — под ярмом; — под игом;

    υπό την κηδεμονίαν — под покровительством;

    υπ' εύθύνην κάποιου под чью-л. ответственность;

    υπό τό πυρ — под огнём;

    υπό τό κράτος τού φόβου — под страхом;

    υπό την πίεσιν (επίδρασιν) — под давлением (воздействием);

    υπό κράτησιν — под арестом;

    υπό συνοδείαν — в сопровождении;

    υπό πολιορκίαν — в осаде, на осадном положении;

    υπό στρατιωτικόν νόμον — на чрезвычайном положении;

    ευρίσκομαι υπ' ατμόν находиться под парами (о паровозе и т. п.);
    2. με γεν. уст. (в страд, оборотах соотв. русск, те. п.): συντηρούμαι υπό τού πατρός μου быть на содержании отца; ανομολογούμαι υφ' όλων быть признанным всеми; εγράφη υπ' εμού написано мною;

    καλύπτομαι υπό χιονών — быть покрытым снегом;

    τίθεμαι εις κίνησιν υπό τού εμβόλου — приводиться в движение поршнем;

    § υπό τό πρόσχημα — под видом;

    под предлогом;

    υπό εχεμύθειαν — по секрету;

    υπό τον όρο ότι... — при условии, что...;

    υπό τα όμματα κάποιου — на глазах у кого-л., под носом у кого-л.;

    τό έχω υπό σκέψιν — я думаю об этом;

    τό εθεσα υπ' όψιν του я поставил его в известность об этом;
    λαμβάνω υπ' όψιν μου принимать во внимание; έχω υπ' όψιν μου иметь в виду;

    λαμβάνω υπό σημείωσιν — брать на заметку; — учитывать, принимать во внимание;

    καλοΰμαι υπό τα όπλα — быть призванным в армию;

    υπό πασαν εποψιν — со всех точек зрения, во всех отношениях;

    θέλει να με έχει υπό — он хочет, чтобы я ему подчинялся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπό

  • 2 προστασία

    η
    1) защита, охрана; покровительство; заступничество;

    προστασία της εργασίας — охрана труда;

    προστασία της υγείας — здравоохранение;

    αναλαβαίνω την προστασία — а) вставать на защиту; — б) обяз'аться защищать;

    ζητώ προστασία — искать защиты;

    παίρνω υπό την προστασίαν μου — брать под своё покровительство, под свою защиту, защищать;

    έχω υπό την προστασία μου — покровительствовать (кому-л.);

    μένω δίχως προστασία — оставаться беззащитным;

    2) протекция;
    3) воен, прикрытие; охранение; обеспечение;

    αεροπορική προστασία — прикрытие с воздуха;

    υπό την προστασίαν — под прикрытием...; — под защитой...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προστασία

  • 3 ηλικία

    η
    1) возраст;

    εφηβική ( — или νεανική) ηλικία — юность, пора юности, юношеский возраст;

    βρεφική ηλικία — младенчество, младенческий возраст;

    ανδρική ηλικία — возмужалость;

    νόμιμη ηλικία — совершеннолетие;

    ώριμος (προχωρημένη) ηλικία — зрелый (преклонный) возраст;

    γεροντική ηλικία — старческий возраст, старость;

    ηλικία στρατεύσεως — призывной возраст;

    νέος στην ηλικία — молодой (о человеке); — брю ηλικίας — возрастной ценз;

    φτάνω σε ηλικία — становиться взрослым;

    πέρασα την ηλικία αυτή... — я уже вы- шел из того возраста, когда...;

    απ' την παιδική ηλικία — или εκ παιδικής ηλικίας — с детства;

    σε ηλικία πενήντα ετών — в возрасте пятидесяти лет;

    τί ηλικία έχει; — или τί ηλικίας είναι; — сколько ему лет?;

    2) воен, призывной возраст;

    καλώ υπό τα όπλα πέντε ηλικίες — призвать в армию пять призывных возрастов;

    3) стаж;

    έχω μεγάλη κομματική ηλικία — иметь большой партийный стаж;

    4) метрическая запись (о рождении), дата рождения;
    5) время со дня основания, сооружения, «возраст» (здания, города и т. п.);

    η ηλικία τού Παρθενώνος — время постройки Парфенона;

    § έχω την ηλικία μου — я уже не молод

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ηλικία

  • 4 ήλιος

    ο
    1) прям., перен. солнце;

    τεχνητός ήλιος — горное солнце;

    ανατολή (δύση) τού ηλίου восход (закат) солнца;
    η εκλειψη (τού) ηλίου затмение солнца;

    ο ήλιος της αλήθειας — солнце правды;

    βγαίνω (ζεσταίνομαι) στον -о выходить (греться) на солнце;

    με μαύρισε ο ήλιος — я загорел;

    τό δωμάτιο μου το βλέπει ( — или τό χτυπάει) ο ήλιος όλη την ημέρα — в моей комнате весь день солнце;

    2) подсолнух;
    3) красавец, красавица;

    § μή μού πιάνεις τον ήλιο — не заслоняй мне солнце;

    η χώρα τού 'Ανατέλλοντος Ηλίου страна восходящего солнца (о Японии);

    με τον ήλιο — когда светит солнце, после восхода, до заката;

    υπό τον -ον в этом мире, на этом свете;

    δεν έχω θέσιν υπό τον ήλιος ον — или δεν έχω στον ήλιο μοίρα — быть обездоленным; — не иметь места под солнцем;

    άϊ στον ήλιο — или πίσω από τον ήλιο! — или κατά -ου κώλο! κ — дьяволу!, к чёрту!;

    θα πάω εκεί πού ψήνει ο ήλιος το ψωμί — я уеду на

    край света, я готов уехать к чёрту на рога;

    ήλιος με δόντια — холодное, не согревающее солнце;

    βαρείтоб ήλιου πετριές — погов, толочь воду в ступе;

    άναψε του το λύχνο να δει τον ήλιο — посл, глаза как плошки, а Не видят ни крошки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ήλιος

См. также в других словарях:

  • ταμιεύω — ΝΑ [ταμία / ταμίας] 1. εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας («ταμιεύουσι δὲ καὶ στρατηγοῡσι καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχουσιν ἀπὸ μεγάλων», Αριστοτ.) 2. αποταμιεύω αρχ. 1. (στην αρχ. Ρώμη) διαχειρίζομαι το δημόσιο ταμείο («ταμιεύων συχνά τών δημοσίων… …   Dictionary of Greek

  • διαφεντεύω — (λ. λατ.), διαφέντεψα, διαφεντεύτηκα, διαφεντεμένος 1. προστατεύω, υπερασπίζομαι: Ζει μόνη της, χωρίς κανένα να τη διαφεντεύει. 2. διοικώ, έχω υπό την εξουσία μου: Διαφεντεύει καλά την επιχείρησή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακρατώ — (AM διακρατῶ, έω) 1. κρατώ κάτι ασφαλώς 2. έχω υπό την εξουσία μου 3. φυλακίζω νεοελλ. 1. κρατώ για ένα χρονικό διάστημα 2. συνέχω, συγκρατώ αρχ. 1. διατηρώ αυτό που μού ανήκει 2. υποβαστάζω, υποστηρίζω 3. (για ομιλία) συνεχίζω χωρίς διακοπές 4.… …   Dictionary of Greek

  • καταδυναστεύω — (AM καταδυναστεύω) καταπιέζω κάποιον, ασκώ αυθαίρετη, δεσποτική εξουσία ή επιρροή αρχ. 1. παθ. καταδυναστεύομαι κυβερνώμαι 2. (για στασιαστές) έχω υπό την εξουσία μου …   Dictionary of Greek

  • πολιουχώ — έω, Μ [πολιούχος] έχω υπό την προστασία μου μια πόλη, είμαι πολιούχος …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»